υπόγενος

υπόγενος
και υπογένος, το, Ν
βιολ. συστηματική βαθμίδα στην κατάταξη τών ζώων και τών φυτών μεταξύ γένους και είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogenous (< υπ[ο]-* + γένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εβερθέλλα — η υπογένος βακτηρίων τής οικογένειας εντεροβακτηριίδες (φυλή σαλμονέλλεια). Ένα είδος του προκαλεί τον τυφοειδή πυρετό …   Dictionary of Greek

  • λευκοβάλανος — η βοτ. υπογένος ή ομάδα ειδών δρυός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”